μάρσιπος

μάρσιπος
ο
1. δερμάτινος ή υφασμάτινος σάκος.
2. βαλίτσα, τσάντα.
3. μεγάλη πτυχή στην κοιλιά των θηλυκών καγκουρό για να μεταφέρουν τα νεογέννητα μικρά τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάρσιπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • μαρσίποις — μάρσιπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίποισι — μάρσιπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπου — μάρσιπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπους — μάρσιπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπων — μάρσιπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπῳ — μάρσιπος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρσιπον — μάρσιπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”