μάρσιπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… … Dictionary of Greek
μαρσίποις — μάρσιπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίποισι — μάρσιπος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπου — μάρσιπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπους — μάρσιπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπων — μάρσιπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπῳ — μάρσιπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρσιπον — μάρσιπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίπιο — το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος] μικρός μάρσιπος νεοελλ. καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγου νεοελλ. μσν. 1. βαλάντιο, πουγγί 2. σακίδιο στρατιωτών ή … Dictionary of Greek